Κυριακή 28 Αυγούστου 2011

Έχω τα μάτια της Calla, μέρος 1ο



Τα βράδια ονειρεύομαι πως είμαι θαλάσσιος ελέφαντας και πως κάποιος με πιάνει απ' το λαιμό μου γραπώνει τα πίσω πόδια και φυλακίζει στις τσέπες του τα μπροστινά. Παρ' ότι είμαι θαλάσσιος ελέφαντας αναγνωρίζω στο περιβάλλον που ζω ένα ίχνος υπαλληλικής εγρήγορσης. Μάλλον είμαι ιδιωτικός υπάλληλος ίσως τράπεζας κι έχω να πω πως οτιδήποτε περιέχει οικονομική συναλλαγή μου φέρνει φτάρνισμα. Το διαπίστωσα μόλις μια κυρία με καπελαδούρα και σηκωμένο ποδόγυρο μου ζήτησε 20,000 πορτοκαλάδες με αντάλλαγμα να περάσω μια φλογερή νύχτα πόκερ μαζί της. Αν με κέρδιζε. Και φανταστείτε θέαμα, ω θε μου Παντοδύναμε, να παίζω εγώ ένας ελέφαντας με μια μικροσκοπική κυρία, πράγμα που ξέχασα ν' αναφέρω, και άλλους πόκερ, με την αγωνία ζωγραφισμένη στο κουτελό μου αν θα κάνω φλο του άσου ή θα φύγω με 20,000 λιγότερες πορτοκαλάδες. Γιατί είναι ένα καίριο πλήγμα για μένα, όπως μπορείτε να καταλάβετε, να ξεπαστρέψω 2 στρέμματα πορτοκαλεώνων για να πληρώσω την κλίση μου προς κάθε είδους περιπέτειες, ακόμα κι όταν είναι τόσο εξοντωτικές. Αλλά δεν μπορώ, δεν μπορώ να μην εισακούω τα πάθη μου, όταν αυτά τυραννούν την καρδιά μου και την τρώνε μέρα-τη-μέρα όπως τα όρνια το συκώτι του Προμηθέα.

Η νύχτα ήταν σκεπασμένη μ' ένα καραβόπανο χρονισμένο, έτσι ξεβαμμένη που ήταν κι έμοιαζε περισσότερο με ανήλιαγη μέρα παρά με νύχτα. Συγκεντρωθήκαμε όλοι έξω από ένα μεγάλο πλοίο, τετράγωνο με μια μικρή μυτούλα μπροστά, όπως ήτανε προκαθορισμένο. Το πλοίο ήτανε της μικροκαμωμένης κυρίας με την οποία θα κονταροχτυπιόμουν στο πόκερ. Το χιόνι έπεφτε απαλά πάνω στα κεφάλια μας σαν φρεσκοπλυμμένο ρούχο και μας άφηνε μ' ένα ρίγος παγωνιάς και αστάθειας, να πλανιόμαστε αδύναμοι με βλέμμα απλανές αλλά κατά βάθος απόλυτα προσηλωμένοι στο στόχο μας, λες και η μπλούζα μας -όχι για μένα που είμαι ελέφαντας, οι μπλούζες των άλλων- είχαν αγκιστρωθεί από μια πιάστρα, έναν γάντζο τόσο καλοβαλμένο που δεν μπορούσαν με τίποτα να ελευθερωθούν.

Καθώς περιμέναμε έξω από το πλοίο κάποιος επιτέλους να ανοίξει την μεγάλη ξύλινη πόρτα που έμοιαζε με στήριγμα παρασκηνίου του τσίρκο, μια εκκωφαντική σιωπή πλημμύρισε το χώρο. Μιλάγαμε, και μάλιστα εντονότατα. Εγώ δε ήμουν ασταμάτητος, καθώς ό, τι θέμα και να ανοίγαμε έβρισκα, παράδοξα, πως μ' ενδιαφέρει τόσο πολύ που ένιωθα πως κι η ζωή μου εξαρτίοταν ακόμη απ' αυτό. Όμως η μικροσκοπική κυρία, όχι μόνο σιωπούσε αλλά απ' τα πλευρά της το κεφάλι της και κάθε κομμάτι του σώματος της κι απ' όλα μαζί ανέβλυζε μια σιωπή τόσο φυσικά και ανεμπόδιστα όπως το νερό αναβλύζει από μια πηγή ή το αίμα από την ανοιχτή πληγή στον πίσω τένωντα του ποδιού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου