Δευτέρα 29 Αυγούστου 2011

Two mouths, a strange one [Weet of kan nie]



Τη γνώρισα σε μια στοά, μέσα σ' ένα μικρό καφέ. Κρυβόταν πίσω από την εφημερίδα και τα δάχτυλά της στριφογύριζαν στο στόμιο του ημίψηλου ποτηριού που βρισκόταν ακριβώς μπροστά της θέλοντας λιγότερο από μισή ίντσα για να κολλήσει πάνω στην μπλούζα της. Η μπλούζα της ήταν ριγμένη πάνω στο κορμί της σαν ξένο σώμα. Δεν της εφάρμοζε.


Έχετε ώρα; Η ώρα είναι έντεκα παρά δεκατρία λεπτά. Ήταν ακριβόλογη. Δεν ήθελε να της ξεφεύγει η παραμικρή μεταβολή του κόσμου-όπως-τον-ήξερε. Γι' αυτόν το λόγο είχε ένα τεράστιο ρολόι με λεπτοδείχτες, δείχτες που δείχνουν τα δευτερόλεπτα, τα δέκατα των δευτερολέπτων. Αριθμούς με μεγάλα γράμματα που αποδίδουν την ώρα (10: 47), γράμματα που την περιγράφουν (ΕΝΤΕΚΑ ΠΑΡΑ ΔΕΚΑΤΡΙΑ ΛΕΠΤΑ) ενώ όποτε δεν μπορούσε να τη δει πάταγε ένα κουμπί και μια γυναικεία φωνή, κάπως ψυχρή και απόμακρη, την έλεγε τσιριχτά προσθέτοντας στο τέλος ένα ''γλυκιά μου'' (Η ΩΡΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΤΕΚΑ ΠΑΡΑ ΔΕΚΑΤΡΙΑ ΛΕΠΤΑ, ΓΛΥΚΙΑ ΜΟΥ)


Έτσι και η τσάντα της. Συμβάδιζε με την οργανωτική της μανία και την εμμονή της τα πάντα να είναι υπό έλεγχο. Ήταν μια τεράστια μαύρη τσάντα, με κρατήματα κάθε είδους, αυτά που βάζεις στον ώμο, αυτά που πατικώνουν τον αγκώνα για να χωθούν στο μαλακό του χεριού ζαρωμένα απ' την πάλη με τα μεγέθη αλλά και λαβή για πιάσιμο. Είχε πάμπολλα ''ραφάκια'' στο εσωτερικό όπου έβαζε από τα πιο χρήσιμα ως τα πιο απίθανα πράγματα, όπως μαντήλια σε διάφορα χρώματα κόκκους ζάχαρης και καρτ ποστάλ, κυρίως καρτ ποστάλ.


Είχε καρτ ποστάλ από όλα τα μέρη του κόσμου, πράγμα περίεργο αφού ζούσε σ' ένα μικρό σπίτι στην άκρη του λόφου και κατά κοινή ομολογία κανείς δεν την είχε δει να απομακρύνεται από κει, πέρα από λιγοστές ώρες τη μέρα για να περπατήσει στην πόλη και να πάρει τα απαραίτητα για το σπιτικό της.


Δεν μπορώ να φεύγω απ' το σπίτι. Νιώθω ένα αίσθημα εγκατάλειψης, πως αν γυρίσω δεν θα με περιμένει κανείς. Όχι. Πως θα 'χει κατεδαφιστεί και μια άχλη θα καλύπτει ό, τι πριν λίγο καιρό ήταν δικό μου. Δικό μου. Καταλάβατε; Το κράταγα στα χέρια. Δικό μου. Και μετά τίποτα, μετά μηδέν και κενό και θολούρα. Έτσι έλεγε.


Τη γνώρισα σ' ένα καφέ ενώ διάβαζε μια εφημερίδα ατσαλάκωτη. Όλα γύρω της τακτοποιημένα εν τάξει. Ο καφές στα αριστερά, το νερό λίγο πιο κάτω και λίγο δεξιότερα ένα μαχαίρι για κάθε ενδεχόμενο, απόλυτα συμμετρικά το καθένα ως προς το άλλο αλλά και ως προς το χώρο που τα περιόριζε, το ασημένιο περίγραμμα του τραπεζιού. Πήγα κοντά της. Μου μίλαγε στον πληθυντικό και απομακρυνόταν όσο την πλησίαζα.


Πλησίαζα όλο και περισσότερο. Την άγγιζα στα χέρια στο κεφάλι. Έμπλεκα τα μαλλιά της με τα δάχτυλά μου και άφηνα το κορμί μου να κυματίζει προς το μέρος της μέχρι να την σκεπάσει ολόκληρη. Και την σκέπασε. Και τη στιγμή που όλα ήταν στη θέση τους, που όλα έμοιαζαν τακτοποιημένα και οργανωμένα και απείραχτα μέσα στη φωλιά της αυστηρότητας τους, πετάχτηκαν από μέσα της αγκάθια, πέτρες, γυαλιά, μολύβια και λευκή σκόνη, σκόνη δεκάδες-χιλιάδες-εκατομμύρια κόκκοι σκόνης. Χώθηκε κι εκείνη με το κεφάλι στο ιδιαίτερο αυτό συνωθύλευμα και ανακατεύτηκε και αναμείχθηκε λες και ήταν συστατικό ανάμεσα σ' άλλα μέσα σ' ένα ασταμάτητο μπλέντερ. Μετά βγήκε. Λίγο. Λίγο μετά. Γύρισε τα μάτια της προς το μέρος μου, ανοιγόκλεισε τις βλεφαρίδες και πιασμένη γερά απ' το μπράτσο της καρέκλας μου σιγοψιθύρισε: Weet of kan nie




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου