Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011

Ζ&Ζ




Σκηνή πρώτη. Καταγώγι.

Ο Τζακ είχε πιάσει την πιο αναπαυτική θέση. Είχε σωριαστεί στην άκρη του καναπέ όπου όλα τα πούπουλα και τα λεπτά υφάδια μαζεύονταν σχηματίζοντας ένα εξαιρετικά μαλακό κοίλο. Άναψε το τσιγάρο του και έβαλε ένα ουίσκι διπλό. Χάζεψε λίγο στη θέα των ξεχαρβαλωμένων επίπλων και του σκουπιδαριού που δέσποζε στο χώρο. Πριν καλά καλά το καταλάβει, πέρασαν κιόλας δέκα χρόνια. Ο δέκατος χρόνος που γνώριζε τα συγκεκριμένα ξεχαρβαλωμένα έπιπλα κι εκείνο το σκουπιδαριό και του φαίνονταν σαν πρώτα τόσο ανοίκεια που ορκιζόταν πως σήμερα ήταν η πρώτη, μάλιστα η πρώτη, φορά που τα βλεπε στη ζωή του. Με το δεύτερο ουίσκι άρχισε ν' αναθυμάται την εποχή που ήταν παιδί, όταν όλοι τον παρομοίαζαν με τον Τζακ του παραμυθιού κι εκείνος ενθουσιασμένος στην ιδέα πως μπορούσε να βρει την κότα με τα χρυσά αυγά -ή μήπως αυτό ήταν σε άλλο παραμύθι- γαντζωνόταν από το κοτσάνι της φασολιάς και προσπαθούσε ματαίως, αφού πάντα ή τσακιζόταν ή έσπαζε, να την ανέβει ως το τέλος της και ν' αγγίξει έτσι τον ουρανό.

-Τζακ είσαι καργιόλης. Άδειασε τις τσέπες σου να δω τη σημερινή είσπραξη.
-Ορίστε 13 ευρώ και 65 λεπτά. Όλα δικά σου.
-Όχι αγαπούλα. Και 1 ευρώ για τον κόπο σου. Αλλά πες μου πες μου ρε καργιόλη πάλι τα ίδια;
-Τί έγινε αφεντικό;
-Ρωτάς...
(σιωπή)
-Πππ...
-Μη μιλάς, καθίκι. Κι εχθές και σήμερα σε είδε ο χοντρός να μισαδειάζεις το πουγκί σου στον κάδο. Με περνάς για μαλάκα; Και που τα πας τα λεφτά ρε αρχίδι; Νόμιζες πως δεν θα καταλάβαινα ότι με κλέβεις πίσω απ' την πλάτη μου;
-Κι εσύ αφεντικό το ίδιο κάνεις.
(Μπουνιά. Αίμα. Σιωπή)

Ήταν περίπου άνοιξη. Τα πουλιά τιτίβιζαν. Οι γυναίκες έκαναν ουρές για τον γαμπρό στην αγορά. Πάντοτε δυο- δυο ή τρεις- τρεις πάντοτε ανόητες. Οι άντρες έπαιζαν τον πούτσο τους πιο χαριτωμένα. Τα παιδιά σούβλιζαν ζωύφια και καψάλιζαν τις ουρές των σκύλων με το χαμόγελο της αθωότητας σφιχτοδεμένο απ' τις άκρες των χειλιών τους.

Σκηνή δεύτερη. Σπίτι.

Ο Τζακ ξυρίζεται κοιτώντας απ' τον καθρέφτη το αυτοκόλλητο του Τζακ του παραμυθένιου. Το 'χε κολλήσει πριν χρόνια ο Ζόρατ στην πλάτη της λεκάνης. Για χάρη του αγαπημένου του Τζακ. Επειδή ήξερε πως λατρεύει τον Τζακ του παραμυθιού. Για χάρη του Τζακ, του εραστή του που τον λάτρευε. Δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς τον Τζακ ο Ζόρατ. Ήθελε να τον βλέπει κάθε μέρα, να του πλένει τις μασχάλες, να του λέει παραμύθια πριν κοιμηθεί. Κι όταν πια ο Τζακ έκλεινε απαλά τα βλέφαρά του αποκοιμόταν κι ο καημένος ο Ζόρατ εξουθενωμένος απ' τον αλύτρωτο πόθο του για τον Τζακ.

-Ζόρατ, δεν θέλω να μου ξαναμιλήσεις έτσι.
-Πώς έτσι;
-Όπως εχθές.
-Μα Τζακ, ακριβέ μου η δουλειά είναι δουλειά.
-Πώς μπορείς Ζόρατ; Πώς μπορείς; Είσαι αλήθεια τόσο σκύλος; Και το βράδυ;
-Αγάπη μου, σταμάτα να λες ανοησίες! Είναι δυνατόν εγώ, ο τρυφερός Ζόρατ, η παντοτινή σου αγάπη να είμαι σκύλος; Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς.

Σκηνή τρίτη. Στο καταγώγι.

-Πώς πήγε;
-Τίποτα.
-Τί θα πει τίποτα;
-Ούτε σέντ.
-Γδύσου και θα ρθω να σε γαμήσω μέχρι θανάτου. Να δω αν θα ξαναγίνει. Και για πες κωλόπαιδο, τί έκανες σήμερα και δεν εβγαλες ούτε σέντ. Λέγε. ΛΕΓΕ. ΛΕΓΕ.
Ο Τζακ έβγαλε το παντελόνι δειλά και πρόταξε τα γόνατα του στον Ζόρατ που ήταν γδαρμένα σακατεμένα γεμάτα μελανιές και πάνω στις πληγές ξεραμένο αίμα.
-(σιωπή)
-(σιωπή)
-Χέστηκα.
-(σιωπή)
-Άντε λέγε. Τί είν' αυτά; Πώς;
-Έπεσα.
-(γέλιο.κοροιδία.) Από που αν επιτρέπεται;
-Έπεσα απ' τη φασολιά.

Είπε ο Τζακ. Και η αυλαία φτερούγισε, έσκουξε και έκλεισε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου