Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2011

κ-ε-μ-π-ε-κ

Κυρία μου το 190 αργεί;
Δεν σας καταλαβαίνω. Ποιό 190;
Το λεωφορείο. Το εισιτήριο σας λέει 190. Να, ε-κα-τον ε-νε-νη-ντα. Υπογραμμισμένο.
Δεν ξέρω τίποτα. Που πάει;
Στο Κεμπέκ.
Α να σου πω ωραία ωραία πάει στο Κεμπλέκ. Να σου πω για το πανέμορφο Κεμπλέκ με τις ανθισμένες πορτοκαλιές.
Όχι Κεμπλέκ. Κεμπέκ. Χωρίς λάμδα. Να, κ-ε-μ-π-ε-κ. 
Α ναι κατάλαβα. Στο Κεμπέρρκ. Στο Κεμπέρρκ με τις ανθισμένες πορτοκαλιές. Έχεις πάει στο Κεμπέρρκ; Άσε με να σου πω.
Πώς σας λένε; Δεν καταλαβαίνετε κ-ε-μ-π-ε-κ.
Δεν θυμάμαι πως με λένε. Ναι κατάλαβα Κεμπέρδκ. Μα αφήστε με να σας πω για το βιομηχανικό, θορυβώδες και ψυχρό ψυχρό Κεμπέρδκ.
Τί κάνετε εδώ;
Περιμένω.
Τί;
Να πάω στο Κεμπέρμκ. Στο βρωμερό και τρισάθλιο γεμάτο πόρνες και αλήτες Κεμπέρμκ. Να σας πω γι' αυτό;
Ναι ναι πείτε μου.
Στο Κεμπέσκ γνώρισα τον αγαπημένο μου. Ήταν ξανθός με πράσινο μάτια. Τα μάτια του σπαρταρούσαν, ήταν ολοζώντανα. Τον αγάπησα. Τον αγάπησα πολύ. Άφησα όλη τη ζωή μου. Τους γονείς μου, τις σπουδές μου, το σίγουρο μέλλον μου. Είχα λεφτά. Είχα πολλά λεφτά. Αλλά τα άφησα κι αυτά και πήγα να ζήσω μαζί του μακριά απ' το Κεμπέντκ. Αργότερα, όταν βγάλαμε λίγα λεφτουδάκια και μπορούσαμε να τα φέρουμε βόλτα γυρίσαμε πίσω. Μέναμε σ' ένα μικρό σπίτι και η αγάπη μας άναβε και φούντωνε. Όταν με έπαιρνε, ο χρόνος σταμάταγε και στ' αυτιά μου χώνονταν μελωδίες. Ξεχασμένα, παλιά τραγούδια από την εποχή που ο μπαμπάς με πήγαινε στη σχολή χορού να μάθω γιάνκα και πώς να σηκώνω το φουστάνι μου χαριτωμένα. Τον αγαπούσα, τον ήθελα, τον ήθελα μέσα μου βαθιά βαθιά να μη βγαίνει να μη σταματά ούτε λεπτό. Και όταν μ' έπαιρνε φώναζα κι αυτός βαριαναστέναζε στο λαιμό μου, έχοντας για θέα το ήρεμο και παγωμένο Κεμπέτκ που έμοιαζε με λουλούδι που δυσκολεύεται να ξεπεταχτεί, και του λεγα μη φύγεις μη βγεις ποτέ και μου λεγε μη μ' αφήσεις είσαι όλη μου η ζωή όχι όχι. Περπατάγαμε σφιχταγκαλιασμένοι στο θερμό Κεμπέλικ με τα χέρια πιασμένα με τις μασχάλες δεμένες με την αγάπη φωλιασμένη μέσα μας. Τραγουδώντας παίζοντας γελώντας. Τον αγαπώ. Και τώρα που δεν θυμάμαι και δεν θυμάμαι ούτε πως δεν θυμάμαι ο καλός μου έφυγε και δεν θυμάμαι ούτε αυτό. Ούτε αυτόν τον ίδιο. Τα μάτια του τα χέρια του δεν τα θυμάμαι. Δεν θυμάμαι πως με φίλαγε, τί σχήμα είχαν οι χόνδροι των δακτύλων του, αν το μήλο στο λαιμό του προεξείχε λίγο πολύ ή πιο πολύ. Μα θυμάμαι πως, ναι θυμάμαι πως και θυμάμαι ότι θυμάμαι πως μ' έπαιρνε στο κέντρο του Κεμπέκ και ούρλιαζα πως τον αγαπώ και πως δεν υπάρχει δεν υπάρχει δεν υπήρχε λέξη να του πω τί νιώθω κι εκείνος με έσφιγγε και μου λεγε σ' αγαπώ σ' αγαπώ πες μου πες μου αγάπη μου, θα με θυμάσαι;


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου