Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2011

Τί ονειρεύομαι να γίνω όταν μεγαλώσω

Όταν μεγαλώσω θα μένω με βεβαιότητα σ' ένα παγωμένο, πιο παγωμένο δεν γίνεται, μέρος όπου θα τρώω παστό ψάρι και το δέρμα μου θα λευκαίνει όλο και περισσότερο. Μπορεί να μοιάζει με καουμπόικο τσιφλίκι μα θα 'ναι ουρανομήκεις αποστάσεις που θα πέφτουν στο κεφάλι μου. Με μονάδα μέτρησης την πατούσα. Περίπατος στον ατέλειωτο ορίζοντα.


Κάθε μέρα θα σηκώνομαι νωρίς. Χαράματα. Θα κουκουλώνομαι για λίγο τρίβοντας τις πατούσες μου και μόλις τα χνούδια κολλήσουν στο σώμα μου, ζεστή και τρυφερή σαν φρατζόλα θα πετάγομαι απ' το κρεβάτι. Κατ΄ευθείαν θα ανάβω τσιγάρο, θα το τοποθετώ κάπως πρόχειρα και άγαρμπα στο τασάκι, που θα 'ναι ακριβώς δίπλα μου. Το τασάκι θα 'ναι τεράστιο. Στον πάτο του θα 'ναι κολλημένο το πρόσωπο του Τζέημς Τζόυς, αφότου έχασε και την νεανική του όραση, και η Δουβλινέζα που θα 'θελα να παντρευτώ. Δεν θα 'ναι ξανθιά ούτε μελαχρινή. Ούτε μπλε μάτια ούτε πράσινα ούτε καστανά. Διαφανή θα την έλεγες και προπάντων γελαστή. Κατ' ευθείαν θα πηγαίνω στο μπάνιο και θα πλένω το πρόσωπό μου ενώ το τσιγάρο θα εξακολουθεί να καίει το μουστάκι του Tζέημς Τζόυς. Θα σαπουνίζω την κοιλιά μου και τα χέρια μου και θα σκουπίζομαι καλά εγκαταλείποντας δυο τρεις στάλες να κυλούν αργά πάνω μου σαν να με χαιδεύει το πρωινό αυτοπροσώπως. Ύστερα θα μεταφέρω το τασάκι στην κουζίνα όπου θα μένω γυμνή καπνίζοντας αρκετή ώρα. Τελειώνοντας, χωρίς να χάσω καιρό, θα βάζω τις αρβύλες, το στενό παντελόνι, το πουλόβερ κι από πάνω ένα χοντρό πανωφόρι και θα βγαίνω απ' το σπίτι.


Εδώ θα πίνω τον καφέ μου τις μέρες που δεν θα 'χει πολύ κρύο. Πάντα στο ίδιο τραπεζάκι. Διαβάζοντας την εφημερίδα, τα οικονομικά νέα και κυρίως τις ειδήσεις της τελευταίας στιγμής. ''Έγκλημα πάθους, άντρας σκότωσε τη γυναίκα του και το ανήλικο παιδί τους αφού την έπιασε να ερωτοτροπεί στο γραφείο του με τον προιστάμενό του''. ''Τροχαίο δυστύχημα στο κέντρο του Τορόντο. Βρέθηκαν μόνο οι σπλήνες των θυμάτων μπλεγμένες σαν κισσοί''. '' Τέλος εποχής για τα αστέρια του κινηματογράφου μας που χώρισαν εχθές το βράδυ ύστερα από έναν τρικούβερτο τσακωμό. Η γυναίκα λέει πως αυτός είναι επικύνδινος. Ο άντρας πως είναι εντελώς τρελή''. '' Αποκαλύψεις σοβιετικών αρχείων για τη δράση της KGB'' .

Με το τέλος του καφέ θα πηγαίνω στη γειτονιά μου για να ψωνίσω. Κολοκύθια, μελιτζάνες και τυρί ενώ θα κρατσανίζω ένα κράκερ με μαρμελάδα. Θα μιλάω με τις γιαγιάδες των μικρών μαγαζιών, τα κορίτσια που δουλεύουν στο ταμείο μεγάλων εμπορικών καταστημάτων και με τα νεαρά αγόρια που κόβουν τη μέση τους για να μεταφέρουν τόνους προιόντων κάθε μέρα. Μπορεί να τρίβω τη μέση κανενός. Και όλοι θα μου λεν την ιστορία τους που τους πονά και χώνεται στην καρδιά τους σαν τσιμπήδα. Πόσος πόνος υπάρχει στον κόσμο κι όμως κάτι ευτυχές κρύβεται εκεί. Κάτι θαυμαστό που δεν μπορείς να προσδιορίσεις. Σου σιγοπαίζουν μια νότα αθανασίας οι πόνοι και ο πόθος συρρικνώνεται σε πιο καθημερινές επιθυμίες. Πιο πραγματώσιμες. Ανθρώπινες. Όλοι πάντως θα 'ναι φίλοι μου. Θα σφίγγουμε το χέρι και θα λέμε: ''Καλημέρα''. Ζεστή ζεστή.

Αφού γυρίσω τα πράγματα στο σπίτι, θα πηγαίνω στη δουλειά ή ό, τι έχω τέλος πάντων. Με προτίμηση κάτι εντελώς διαστροφικό. Όπως, ''Γραφείο αγοράς ιδεών'', πωλήτρια ζαρζαβατικών, μελαγχολοδιώχτρα, μακιγιέζ πτωμάτων. Εν τέλει μπορεί να 'χω μια εντελώς καθωσπρέπει δουλειά ή πιο συνηθισμένη από τις παραπάνω, πράγμα που δεν θα με χαλάσει καθόλου, ιδίως αν η συναναστροφή είναι μες στο πρόγραμμα.

Το μεσημέρι θα τρώω τζίντζερ κ παστή σαρδέλα.

Ένας υπνάκος και κατά τις 6κμισή βόλτα στην πόλη. Περπατώντας. Αργά. Καπνίζοντας πάντα. Και κατά τις 7 θα ξεκινάει ο πόλεμος της σιωπής. Το βράδυ. Που καπνίζονται ως και τ' άστρα. Αφού αγοράσω κανένα βιβλίο ή κανένα δισκάκι, θα πηγαίνω εδώ:


Λίγο πριν νυχτώσει. Θα κάθομαι κάπως φοβισμένη, τρομαγμένη μάλλον, με το σώμα μου δεμένο σαν κουτάβι ενώ το κεφάλι μου θα παίρνει μια ελαφριά κλίση προς τα κάτω σαν αυτή των σαλτιμπάγκων. Θα πίνω μια βότκα, θα καπνίζω ελαφρώς καρκινογόνα μικρά, στο μέγεθος του τσιγάρου, πούρα και θα περιμένω...

Περνώντας ο καιρός, θα βρω κανένα κορίτσι και αφού τελειώνω την ημέρα μου, που θα 'ναι πάντα τόσο όμορφα ίδια, θα της τραγουδάω σκαρφαλωμένη στο κοντινότερο δέντρο:

Some may have blamed you that you took away
The verses that could move them on the day
When, the ears being deafened, the sight of the eyes blind
With lighting, you went from me, and I could find
Nothing to make a song but kings,
Helmets, and swords, and half-forgotten things
That were like memories of you- but now
We'll out, for the world lives as long ago;
And while we're in our laughing, weeping fit,
Hurl helmets, crowns, and swords into the pit.
But, dear, cling close to me; since you were gone,
My barren thoughts have chilled me to the bone.

κι έτσι θα περνούν οι μέρες. Όταν μεγαλώσω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου